·

measles (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

ουσιαστικό “measles”

ενικός measles, μη μετρήσιμο
  1. ιλαρά
    Many parents vaccinate their children to protect them against measles.
  2. (στην κτηνιατρική) μια μόλυνση στα ζώα που προκαλείται από τις προνύμφες ταινίας
    Farmers must inspect their livestock to prevent measles from spreading.
  3. (ΗΠΑ, αργκό της κατασκοπείας) μια δολοφονία που φαίνεται σαν φυσικός θάνατος
    The agent was ordered to give the target measles to avoid suspicion.

ουσιαστικό “measles”

measles, μόνο πληθυντικός
  1. (στην κτηνιατρική) οι μεμονωμένες κύστεις της κυστικέρκωσης στα ζώα
    The inspector found measles in the meat during the examination.