ουσιαστικό “measles”
ενικός measles, μη μετρήσιμο
- ιλαρά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Many parents vaccinate their children to protect them against measles.
- (στην κτηνιατρική) μια μόλυνση στα ζώα που προκαλείται από τις προνύμφες ταινίας
Farmers must inspect their livestock to prevent measles from spreading.
- (ΗΠΑ, αργκό της κατασκοπείας) μια δολοφονία που φαίνεται σαν φυσικός θάνατος
The agent was ordered to give the target measles to avoid suspicion.
ουσιαστικό “measles”
measles, μόνο πληθυντικός
- (στην κτηνιατρική) οι μεμονωμένες κύστεις της κυστικέρκωσης στα ζώα
The inspector found measles in the meat during the examination.