·

total (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ρήμα

επίθετο “total”

βασική μορφή total, μη βαθμ.
  1. συνολικός
    The total cost of the groceries came to $150.
  2. απόλυτος
    She was in total shock when she heard the news.

ουσιαστικό “total”

ενικός total, πληθυντικός totals ή μη μετρήσιμο
  1. σύνολο
    The total for our grocery shopping this week came to $200.

ρήμα “total”

απαρέμφατο total; αυτός totals; αόριστος totaled us, totalled uk; μετοχή αορ. totaled us, totalled uk; μετοχή ενεστ. totaling us, totalling uk
  1. υπολογίζω το σύνολο
    After totaling the expenses, she realized she had spent more than her budget allowed.
  2. ανέρχομαι σε
    The expenses for the trip totaled over $500.
  3. καταστρέφω εντελώς (στην αμερικανική αργκό)
    During the storm, a tree fell on my bike and totally totaled it.