επίθετο “alternative”
βασική μορφή alternative, μη βαθμ.
- εναλλακτικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We found an alternative route to avoid the traffic jam.
- εναλλακτικός (διαφορετικός από τον παραδοσιακό τρόπο)
She decided to try alternative medicine instead of the conventional drugs her doctor prescribed.
ουσιαστικό “alternative”
ενικός alternative, πληθυντικός alternatives
- εναλλακτική
We can take the bus or walk to the park; both are good alternatives.
- έσχατη λύση
When the bus broke down, walking was our only alternative to get home.