·

alternative (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “alternative”

βασική μορφή alternative, μη βαθμ.
  1. εναλλακτικός
    We found an alternative route to avoid the traffic jam.
  2. εναλλακτικός (διαφορετικός από τον παραδοσιακό τρόπο)
    She decided to try alternative medicine instead of the conventional drugs her doctor prescribed.

ουσιαστικό “alternative”

ενικός alternative, πληθυντικός alternatives
  1. εναλλακτική
    We can take the bus or walk to the park; both are good alternatives.
  2. έσχατη λύση
    When the bus broke down, walking was our only alternative to get home.