·

adhesive (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “adhesive”

βασική μορφή adhesive (more/most)
  1. κολλώδης
    She used an adhesive bandage to cover the wound.

ουσιαστικό “adhesive”

ενικός adhesive, πληθυντικός adhesives ή μη μετρήσιμο
  1. κόλλα
    The carpenter applied adhesive to the wood to join the pieces.