επίθετο “adhesive”
βασική μορφή adhesive (more/most)
- κολλώδης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used an adhesive bandage to cover the wound.
ουσιαστικό “adhesive”
ενικός adhesive, πληθυντικός adhesives ή μη μετρήσιμο
- κόλλα
The carpenter applied adhesive to the wood to join the pieces.