·

found (EN)
ρήμα, επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
find (ρήμα)

ρήμα “found”

απαρέμφατο found; αυτός founds; αόριστος founded; μετοχή αορ. founded; μετοχή ενεστ. founding
  1. ιδρύω
    She founded a charity to help children in need.
  2. βασίζω (με την έννοια της ίδρυσης ή δημιουργίας κάτι πάνω σε κάποια αρχή)
    The theory is founded on solid scientific evidence.
  3. λιώνω (σε βιομηχανικό πλαίσιο)
    The workers found the iron to forge the new beams.
  4. χυτεύω
    The artist found a beautiful bronze statue for the town square.

επίθετο “found”

βασική μορφή found, μη βαθμ.
  1. βρίσκεται
    The rare bird is found in the dense forests of the Amazon.