Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ρήμα “found”
απαρέμφατο found; αυτός founds; αόριστος founded; μετοχή αορ. founded; μετοχή ενεστ. founding
- ιδρύω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She founded a charity to help children in need.
- βασίζω (με την έννοια της ίδρυσης ή δημιουργίας κάτι πάνω σε κάποια αρχή)
The theory is founded on solid scientific evidence.
- λιώνω (σε βιομηχανικό πλαίσιο)
The workers found the iron to forge the new beams.
- χυτεύω
The artist found a beautiful bronze statue for the town square.
επίθετο “found”
βασική μορφή found, μη βαθμ.
- βρίσκεται
The rare bird is found in the dense forests of the Amazon.