·

remittance (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “remittance”

ενικός remittance, πληθυντικός remittances ή μη μετρήσιμο
  1. αποστολή χρημάτων
    He made a remittance to cover the cost of his electricity bill.
  2. έμβασμα (χρήματα που στέλνονται σε οικογένεια σε άλλη χώρα)
    They rely on remittances from their son who works abroad.