·

grave (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ουσιαστικό

ουσιαστικό “grave”

ενικός grave, πληθυντικός graves
  1. τάφος
    She places fresh flowers on her father's grave every week.
  2. θάνατος (μεταφορικά)
    His reckless lifestyle might lead him to an early grave.

επίθετο “grave”

βασική μορφή grave, graver, gravest (ή more/most)
  1. σοβαρός (για καταστάσεις)
    They were in grave danger during the storm.
  2. σοβαρός (για ανθρώπους)
    The teacher's grave expression quieted the noisy classroom.

ουσιαστικό “grave”

ενικός grave, πληθυντικός graves
  1. βαρεία
    The word "voilà" has a grave accent over the "a" in French.