ουσιαστικό “grave”
ενικός grave, πληθυντικός graves
- τάφος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She places fresh flowers on her father's grave every week.
- θάνατος (μεταφορικά)
His reckless lifestyle might lead him to an early grave.
επίθετο “grave”
βασική μορφή grave, graver, gravest (ή more/most)
- σοβαρός (για καταστάσεις)
They were in grave danger during the storm.
- σοβαρός (για ανθρώπους)
The teacher's grave expression quieted the noisy classroom.
ουσιαστικό “grave”
ενικός grave, πληθυντικός graves
- βαρεία
The word "voilà" has a grave accent over the "a" in French.