επίθετο “premier”
βασική μορφή premier, μη βαθμ.
- κορυφαίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The restaurant is known for its premier service and exquisite cuisine.
ουσιαστικό “premier”
ενικός premier, πληθυντικός premiers
- πρωθυπουργός
The premier announced new policies to improve the healthcare system.