·

premier (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “premier”

βασική μορφή premier, μη βαθμ.
  1. κορυφαίος
    The restaurant is known for its premier service and exquisite cuisine.

ουσιαστικό “premier”

ενικός premier, πληθυντικός premiers
  1. πρωθυπουργός
    The premier announced new policies to improve the healthcare system.