·

parenting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
parent (ρήμα)

ουσιαστικό “parenting”

ενικός parenting, μη μετρήσιμο
  1. γονεϊκότητα
    Good parenting involves providing love, support, and guidance as a child grows up.