·

telling (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
tell (ρήμα)

επίθετο “telling”

βασική μορφή telling (more/most)
  1. αποκαλυπτικός
    The documentary delivered a telling argument about the importance of conservation efforts.
  2. αποκαλυπτικός (με έμφαση στην αποκάλυψη πληροφοριών)
    Her telling glance towards the door hinted that she wanted to leave the party early.