·

slum (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “slum”

ενικός slum, πληθυντικός slums ή μη μετρήσιμο
  1. παραγκούπολη
    The family struggled to make ends meet while living in the crowded slum on the outskirts of the city.

ρήμα “slum”

απαρέμφατο slum; αυτός slums; αόριστος slummed; μετοχή αορ. slummed; μετοχή ενεστ. slumming
  1. επισκέπτομαι φτωχογειτονιά (για περιέργεια ή διασκέδαση)
    Every Saturday, the wealthy couple would slum in the downtown area to experience the vibrant street food scene.