ουσιαστικό “slum”
ενικός slum, πληθυντικός slums ή μη μετρήσιμο
- παραγκούπολη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The family struggled to make ends meet while living in the crowded slum on the outskirts of the city.
ρήμα “slum”
απαρέμφατο slum; αυτός slums; αόριστος slummed; μετοχή αορ. slummed; μετοχή ενεστ. slumming
- επισκέπτομαι φτωχογειτονιά (για περιέργεια ή διασκέδαση)
Every Saturday, the wealthy couple would slum in the downtown area to experience the vibrant street food scene.