επίθετο “glossy”
glossy, συγκρ. glossier, υπερθ. glossiest
- γυαλιστερός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The glossy leaves reflected the sunlight beautifully.
- επιφανειακός (εντυπωσιακός αλλά χωρίς ουσία)
The glossy brochure promised a lot but provided few details.
ουσιαστικό “glossy”
ενικός glossy, πληθυντικός glossies
- γυαλιστερό περιοδικό
She bought the latest glossy to read on the train.
- γυαλιστερή φωτογραφία
The actor signed a glossy of himself for the fan.