·

glossy (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “glossy”

glossy, συγκρ. glossier, υπερθ. glossiest
  1. γυαλιστερός
    The glossy leaves reflected the sunlight beautifully.
  2. επιφανειακός (εντυπωσιακός αλλά χωρίς ουσία)
    The glossy brochure promised a lot but provided few details.

ουσιαστικό “glossy”

ενικός glossy, πληθυντικός glossies
  1. γυαλιστερό περιοδικό
    She bought the latest glossy to read on the train.
  2. γυαλιστερή φωτογραφία
    The actor signed a glossy of himself for the fan.