επίθετο “pale”
pale, συγκρ. paler, υπερθ. palest
- χλωμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She looked pale and tired after staying up all night with a fever.
- ανοιχτόχρωμος
The sky turned a pale pink as the sun began to set.
- αμυδρός
The room was filled with a pale light that barely illuminated the corners.
ρήμα “pale”
απαρέμφατο pale; αυτός pales; αόριστος paled; μετοχή αορ. paled; μετοχή ενεστ. paling
- χλωμιάζω
When she heard the bad news, her face began to pale.
- ωχριώ
Her achievements pale in comparison to those of her sister, who won multiple awards.
ουσιαστικό “pale”
ενικός pale, πληθυντικός pales
- όριο (στα όρια του αποδεκτού)
Her behavior at the party was considered beyond the pale.