ρήμα “stay”
απαρέμφατο stay; αυτός stays; αόριστος stayed; μετοχή αορ. stayed; μετοχή ενεστ. staying
- να μένω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I stayed in the shower for an hour because it was so pleasant.
- να διαμένω
We decided to stay at a cozy bed and breakfast for our weekend getaway.
- να διατηρώ
Despite the challenges, she stayed optimistic throughout the ordeal.
- να ενισχύω (με στήριγμα)
The carpenter used a metal bracket to stay the wobbly bookshelf.
ουσιαστικό “stay”
ενικός stay, πληθυντικός stays ή μη μετρήσιμο
- παραμονή
His stay in the hospital lasted several weeks after the surgery.
- αναστολή (σε νομικό πλαίσιο)
The court issued a stay on the new law until further review.
- σταγόνα (στη ναυτιλία)
The sailor checked the tension of the stays before setting sail.