·

patron (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “patron”

ενικός patron, πληθυντικός patrons
  1. προστάτης (σε θρησκευτικό ή πνευματικό πλαίσιο)
    Saint Christopher is considered the patron saint of travelers, offering them protection on their journeys.
  2. προστάτης (στον τομέα της τέχνης ή της επιστήμης)
    The local museum flourished thanks to the generosity of its patrons, who funded new exhibits and renovations.
  3. πελάτης
    As a regular patron of the café, Sarah knew all the baristas by name.