·

taken (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
take (ρήμα)

επίθετο “taken”

βασική μορφή taken, μη βαθμ.
  1. δεσμευμένος/η
    I didn't bother flirting because I heard he was taken.
  2. γοητευμένος/η
    She was so taken with the charming town that she decided to move there.