Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
επίθετο “taken”
βασική μορφή taken, μη βαθμ.
- δεσμευμένος/η
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I didn't bother flirting because I heard he was taken.
- γοητευμένος/η
She was so taken with the charming town that she decided to move there.