επίθετο “biometric”
βασική μορφή biometric, μη βαθμ.
- βιομετρικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The airport installed biometric scanners to verify passengers' identities.
- βιομετρικός (στη βιολογία, σχετικός με τη στατιστική ανάλυση βιολογικών δεδομένων)
Biometric studies help researchers understand patterns within species populations.