ουσιαστικό “epoch”
ενικός epoch, πληθυντικός epochs
- εποχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The invention of the printing press marked an epoch in human history, vastly improving the spread of knowledge.
- εποχή (γεωλογική)
The Paleocene epoch followed the mass extinction event that marked the end of the dinosaurs.
- εποχή (μηχανικής μάθησης)
After 100 epochs, the accuracy of the machine learning model improved significantly.