·

transparency (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “transparency”

ενικός transparency, πληθυντικός transparencies ή μη μετρήσιμο
  1. διαφάνεια (ανοιχτότητα και ειλικρίνεια στην επικοινωνία ή τις λειτουργίες)
    The government promised greater transparency in decision-making processes to rebuild public trust.
  2. διαφάνεια (η ποιότητα του να είναι διαφανές)
    The transparency of the water made it possible to see the fish swimming below.
  3. διαφάνεια (μια διαφανής εικόνα ή εικόνα που προβάλλεται με το να λάμπει φως μέσα από αυτήν)
    The teacher used transparencies on the overhead projector to display diagrams during the lesson.
  4. διαφάνεια (στην επεξεργασία σήματος, η κατάσταση όπου τα συμπιεσμένα δεδομένα είναι αδιαχώριστα από τα αρχικά)
    The audio engineer was impressed by the transparency of the compressed music files; they sounded identical to the originals.