ουσιαστικό “transparency”
ενικός transparency, πληθυντικός transparencies ή μη μετρήσιμο
- διαφάνεια (ανοιχτότητα και ειλικρίνεια στην επικοινωνία ή τις λειτουργίες)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government promised greater transparency in decision-making processes to rebuild public trust.
- διαφάνεια (η ποιότητα του να είναι διαφανές)
The transparency of the water made it possible to see the fish swimming below.
- διαφάνεια (μια διαφανής εικόνα ή εικόνα που προβάλλεται με το να λάμπει φως μέσα από αυτήν)
The teacher used transparencies on the overhead projector to display diagrams during the lesson.
- διαφάνεια (στην επεξεργασία σήματος, η κατάσταση όπου τα συμπιεσμένα δεδομένα είναι αδιαχώριστα από τα αρχικά)
The audio engineer was impressed by the transparency of the compressed music files; they sounded identical to the originals.