·

balance sheet (EN)
φράση

φράση “balance sheet”

  1. ισολογισμός (ένα λογιστικό έγγραφο που δείχνει τι κατέχει και τι οφείλει μια εταιρεία σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία)
    The CFO presented the balance sheet to the investors to show the company's strong financial position.
  2. μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών πτυχών μιας κατάστασης
    After the trial period, the manager made a balance sheet of the new software's benefits and drawbacks.