ουσιαστικό “parcel”
ενικός parcel, πληθυντικός parcels
- δέμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I received a parcel in the mail today.
- οικόπεδο
They bought a parcel of land to build their new house.
ρήμα “parcel”
απαρέμφατο parcel; αυτός parcels; αόριστος parceled us, parcelled uk; μετοχή αορ. parceled us, parcelled uk; μετοχή ενεστ. parceling us, parcelling uk
- πακετάρω
He parceled the gifts and sent them to his family.
- μοιράζω (σε μέρη)
The manager parceled out the workload among the team members.
- τυλίγω (με λωρίδα υλικού)
She parceled the rope ends to keep them from fraying.