ουσιαστικό “bar”
ενικός bar, πληθυντικός bars ή μη μετρήσιμο
- ράβδος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The gate was secured with a heavy iron bar.
- μπάρα
She handed me a bar of soap from the shelf.
- γραμμή
Each bar on the graph represents the number of books sold each month.
- δοκός
The athlete soared over the bar, setting a new record in the high jump.
- λωρίδα
The rainbow had bright bars of red, orange, and yellow.
- μπαρ
We decided to meet at the new bar downtown for some drinks after work.
- πάγκος
She leaned against the bar and chatted with the bartender.
- μπαρ (ντουλάπι με ποτά)
I reached into the bar to grab a bottle of whiskey.
- ένα μέρος ή πάγκος όπου σερβίρονται συγκεκριμένοι τύποι ποτών ή φαγητών
We decided to meet at the new salad bar for a healthy lunch.
- εμπόδιο
The heavy snowstorm was a bar to our travel plans, keeping us stuck at home.
- μέτρο
Each bar in the song contains four beats, making it easy to follow the rhythm.
- μονάδα μέτρησης πίεσης, παρόμοια με την πίεση του αέρα στο επίπεδο της θάλασσας
The tire pressure was measured at 2 bars, which is twice the atmospheric pressure at sea level.
- κάθετος
The symbols "|" is called a (vertical) bar.
ρήμα “bar”
απαρέμφατο bar; αυτός bars; αόριστος barred; μετοχή αορ. barred; μετοχή ενεστ. barring
- εμποδίζω
The way was barred by a locked gate.
- απαγορεύω
She was barred from entering the library for talking too loudly.
- κλειδώνω μια πόρτα ή πύλη με ένα μπλοκ σκληρού υλικού
She barred the gate to keep the animals inside.
πρόθεση “bar”
- εκτός
Everyone bar John was allowed into the secret meeting.