·

detailing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
detail (ρήμα)

ουσιαστικό “detailing”

ενικός detailing, πληθυντικός detailings ή μη μετρήσιμο
  1. λεπτομερής καθαρισμός και ανακαίνιση ενός οχήματος, σκάφους ή παρόμοιου αντικειμένου
    He spent the weekend doing the detailing on his classic car to prepare it for the show.
  2. διακοσμητικά στοιχεία ή διακοσμήσεις που προστίθενται σε ένα σχέδιο ή κατασκευή
    The new dress features beautiful lace detailing along the sleeves.