επίθετο “latter”
βασική μορφή latter, μη βαθμ.
- δεύτερος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I was torn between chocolate and vanilla ice cream, but I chose the latter.
- προς το τέλος (της περιόδου)
I always find myself busier in the latter half of the month.
- πρόσφατος
In her latter years, she took up painting as a hobby.