ρήμα “arrive”
απαρέμφατο arrive; αυτός arrives; αόριστος arrived; μετοχή αορ. arrived; μετοχή ενεστ. arriving
- φτάνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After a long flight, they arrived in Paris, eager to explore the city.
- παραδίδομαι
The package you've been expecting arrived this morning while you were out.
- συμβαίνω (ειδικά μετά από αναμονή)
After months of preparation, the day of the concert arrived, and the band was ready to perform.