επίθετο “unique”
βασική μορφή unique, μη βαθμ.
- μοναδικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artist created a unique sculpture that stood out for its innovative use of recycled materials.
- μοναδικός (με την έννοια της αποκλειστικότητας)
Her fingerprint is unique to her, distinguishing her from everyone else.
- χαρακτηριστικός
His unique sense of humor always made his friends laugh, even in the most unexpected situations.