·

chaos (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “chaos”

ενικός chaos, πληθυντικός chaoses ή μη μετρήσιμο
  1. χάος
    The classroom was in chaos after the teacher left for a few minutes.
  2. χάος (η αντίθετη δύναμη της τάξης ή του νόμου)
    In the ancient battle between chaos and law, the wizards wielded unpredictable magic to disrupt the orderly plans of their enemies.