ουσιαστικό “chaos”
 ενικός chaos, πληθυντικός chaoses ή μη μετρήσιμο
- χάοςΕγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης. 
 The classroom was in chaos after the teacher left for a few minutes. 
- χάος (η αντίθετη δύναμη της τάξης ή του νόμου)In the ancient battle between chaos and law, the wizards wielded unpredictable magic to disrupt the orderly plans of their enemies.