ουσιαστικό “access”
ενικός access, μη μετρήσιμο
- πρόσβαση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Only authorized personnel have access to the restricted area during construction.
- είσοδος
The only access to the castle is through the main gate, which is heavily guarded.
- πρόσβαση (σε υπολογιστικό σύστημα ή δίκτυο)
He forgot his password and couldn't get access to his email account to check his messages.
- Δικαίωμα επικοινωνίας (το δικαίωμα ενός γονέα που δεν έχει την επιμέλεια να επισκέπτεται το παιδί του)
The court granted her ex-husband access to their son on weekends after their divorce.
ρήμα “access”
απαρέμφατο access; αυτός accesses; αόριστος accessed; μετοχή αορ. accessed; μετοχή ενεστ. accessing
- εισέρχομαι
Firefighters had to access the building through a window because the doors were blocked.
- ανακτώ (δεδομένα ή πληροφορίες)
She accessed the confidential files on the server remotely from her home office.