·

efficiency (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “efficiency”

ενικός efficiency, πληθυντικός efficiencies ή μη μετρήσιμο
  1. αποδοτικότητα (η ικανότητα να εκτελούνται εργασίες καλά χωρίς να σπαταλάται χρόνος ή ενέργεια)
    The manager praised her efficiency in completing the tasks ahead of schedule.
  2. αποδοτικότητα (στη μηχανική, ένα μέτρο του πόσο χρήσιμη εργασία γίνεται σε σύγκριση με την ενέργεια που χρησιμοποιείται)
    The efficiency of the solar panels has greatly improved.
  3. γκαρσονιέρα
    He rented an efficiency in the city center.