ουσιαστικό “chance”
ενικός chance, πληθυντικός chances ή μη μετρήσιμο
- ευκαιρία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She finally got the chance to travel abroad.
- πιθανότητα
There's a 20% chance of rain today.
- τύχη
They met by chance at the train station.
ρήμα “chance”
απαρέμφατο chance; αυτός chances; αόριστος chanced; μετοχή αορ. chanced; μετοχή ενεστ. chancing
- ρισκάρω
They decided to chance it and left without an umbrella.
- συναντώ τυχαία
He chanced upon a rare book in the old bookstore.
επίθετο “chance”
βασική μορφή chance, μη βαθμ.
- τυχαίος
A chance meeting led them to become business partners.