·

know (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “know”

απαρέμφατο know; αυτός knows; αόριστος knew; μετοχή αορ. known; μετοχή ενεστ. knowing
  1. να είσαι σίγουρος για κάτι
    I know for certain that the keys are in the drawer because I placed them there myself.
  2. να είσαι ενήμερος για
    Did you know that they are divorced?
  3. να έχεις εξοικείωση με κάποιον ή κάτι
    I know the owner of that shop; we went to school together.
  4. να κατανοείς κάτι
    After years of research, she knows the subject inside out.
  5. να έχεις βιώσει κάτι
    He has known hardship and isn't afraid of hard work.
  6. να έχεις την ικανότητα να εκτελέσεις ένα μουσικό κομμάτι
    Do you know Moonlight Sonata?

ουσιαστικό “know”

know, μόνο ενικός αριθμός
  1. γνώση (στη γνώση)
    Only a few people are in the know about the surprise party we're planning.