ρήμα “know”
απαρέμφατο know; αυτός knows; αόριστος knew; μετοχή αορ. known; μετοχή ενεστ. knowing
- να είσαι σίγουρος για κάτι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I know for certain that the keys are in the drawer because I placed them there myself.
- να είσαι ενήμερος για
Did you know that they are divorced?
- να έχεις εξοικείωση με κάποιον ή κάτι
I know the owner of that shop; we went to school together.
- να κατανοείς κάτι
After years of research, she knows the subject inside out.
- να έχεις βιώσει κάτι
He has known hardship and isn't afraid of hard work.
- να έχεις την ικανότητα να εκτελέσεις ένα μουσικό κομμάτι
Do you know Moonlight Sonata?
ουσιαστικό “know”
know, μόνο ενικός αριθμός
- γνώση (στη γνώση)
Only a few people are in the know about the surprise party we're planning.