ουσιαστικό “lien”
 ενικός lien, πληθυντικός liens
- ενέχυρο (ένα νομικό δικαίωμα να κρατήσει κάποιος την περιουσία κάποιου άλλου μέχρι να εξοφλήσει το χρέος του)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
 The bank has a lien on his car until he repays the loan.