·

lien (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “lien”

ενικός lien, πληθυντικός liens
  1. ενέχυρο (ένα νομικό δικαίωμα να κρατήσει κάποιος την περιουσία κάποιου άλλου μέχρι να εξοφλήσει το χρέος του)
    The bank has a lien on his car until he repays the loan.