·

gross profit (EN)
φράση

φράση “gross profit”

  1. μικτό κέρδος (το κέρδος που αποκομίζει μια εταιρεία από τις πωλήσεις αφού αφαιρέσει το άμεσο κόστος παραγωγής των προϊόντων ή των υπηρεσιών της)
    The company's gross profit increased due to lower manufacturing expenses.