·

feeling (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
feel (ρήμα)

ουσιαστικό “feeling”

ενικός feeling, πληθυντικός feelings ή μη μετρήσιμο
  1. αίσθηση
    After the dentist numbed my mouth, I had no feeling in my lips.
  2. συναίσθημα
    Watching the sunrise gave me a feeling of peace.
  3. κατάσταση συναισθηματική (ή συναισθηματική κατάσταση)
    Her constant criticism left me with hurt feelings.
  4. συναίσθημα (με την έννοια της συμπάθειας ή του ενδιαφέροντος)
    Even after years apart, he realized he still had feelings for her.
  5. διαίσθηση
    She had a strong feeling that something was wrong when her friend didn't show up as planned.