ουσιαστικό “activity”
ενικός activity, πληθυντικός activities ή μη μετρήσιμο
- δραστηριότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Reading is an activity she enjoys every evening.
- κίνηση
The office was buzzing with activity after the big announcement.
- δραστηριότητα (για ευχαρίστηση ή ψυχαγωγία)
The playground offers a variety of activities to children.
- ραδιενέργεια
The scientist measured the activity of the radioactive sample.
- δραστικότητα
The chemical's activity determines how it will interact with other substances.