επίθετο “cutting-edge”
βασική μορφή cutting-edge (more/most)
- κορυφαίος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The company unveiled a cutting-edge smartphone with features never seen before.