ρήμα “invigorate”
απαρέμφατο invigorate; αυτός invigorates; αόριστος invigorated; μετοχή αορ. invigorated; μετοχή ενεστ. invigorating
- τονώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The fresh mountain air invigorated the hikers after a long ascent.