·

social (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “social”

βασική μορφή social (more/most)
  1. κοινωνικός
    Maria loves parties because she's so social and enjoys meeting new friends.
  2. κοινωνικός (σε καταστάσεις συνάθροισης)
    John loves attending social events where he can meet new friends.
  3. κοινωνικός (σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία των ανθρώπινων κοινοτήτων)
    Homelessness is a significant social issue.
  4. κοινωνικός (σχετικά με ιστοσελίδες και εφαρμογές για κοινή χρήση περιεχομένου και επικοινωνία)
    She spends hours on her social media profiles every day.
  5. κοινωνικός (περιγράφοντας οργανισμούς που ζουν μαζί σε ομάδες ή λειτουργούν μαζί ως σύστημα)
    Ants are social insects, working together to build complex colonies.

ουσιαστικό “social”

ενικός social, πληθυντικός socials ή μη μετρήσιμο
  1. κοινωνική εκδήλωση
    The church hosted a social in the community hall to welcome new members.
  2. προφίλ ή λογαριασμός σε κοινωνικό δίκτυο
    For the latest updates, follow me on my socials.
  3. αριθμός κοινωνικής ασφάλισης
    For the job application, they asked for my social, so I had to make sure it was accurate.
  4. κοινωνική ενίσχυση
    Since losing his job, Mark was on the social to help cover his bills.