·

mid-century (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “mid-century”

βασική μορφή mid-century, midcentury, μη βαθμ.
  1. μέσος αιώνας (που σχετίζεται με ή χαρακτηρίζει τη μέση ενός αιώνα, ειδικά του 20ού αιώνα)
    The house is decorated in a mid-century modern style.

ουσιαστικό “mid-century”

ενικός mid-century, midcentury, πληθυντικός mid-centuries, midcenturies
  1. μέσα του αιώνα (η μέση ενός αιώνα, ειδικά του 20ού αιώνα)
    Many technological innovations emerged in the mid-century, transforming daily life.