ουσιαστικό “aim”
ενικός aim, πληθυντικός aims ή μη μετρήσιμο
- σκοπός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her main aim was to graduate from college with honors.
- στόχευση
Before releasing the arrow, she adjusted her aim to ensure it would hit the target.
- ακρίβεια στο στόχο
Her aim with a bow and arrow is so good that she rarely misses the target.
ρήμα “aim”
απαρέμφατο aim; αυτός aims; αόριστος aimed; μετοχή αορ. aimed; μετοχή ενεστ. aiming
- προσπαθώ
They aim to finish the project by next week.
- στοχεύω
She aimed her slingshot at the can on the fence and let the stone fly.
- απευθύνω (με στόχο κάποιο άτομο, πράγμα ή ομάδα)
She aimed her criticism at the new policy, arguing it was unfair.