·

anonymity (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “anonymity”

ενικός anonymity, μη μετρήσιμο
  1. ανωνυμία
    She donated a large sum of money to the charity, preferring the anonymity of an unnamed benefactor.
  2. απροσδιοριστία (στο πλαίσιο της έλλειψης χαρακτηριστικών ή ενδιαφέροντος)
    The anonymity of the suburban houses made it difficult to find his friend's place; they all looked exactly the same.