ουσιαστικό “anonymity”
ενικός anonymity, μη μετρήσιμο
- ανωνυμία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She donated a large sum of money to the charity, preferring the anonymity of an unnamed benefactor.
- απροσδιοριστία (στο πλαίσιο της έλλειψης χαρακτηριστικών ή ενδιαφέροντος)
The anonymity of the suburban houses made it difficult to find his friend's place; they all looked exactly the same.