ουσιαστικό “foreigner”
ενικός foreigner, πληθυντικός foreigners
- ξένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When I visited Japan, I was a foreigner, unfamiliar with the local customs and language.