·

boarded (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
board (ρήμα)

επίθετο “boarded”

βασική μορφή boarded, μη βαθμ.
  1. επενδεδυμένος με σανίδες
    The abandoned building had boarded windows to prevent trespassers.