·

concerned (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
concern (ρήμα)

επίθετο “concerned”

βασική μορφή concerned (more/most)
  1. ανήσυχος
    He listened to my story with a concerned look, asking if I was okay afterwards.
  2. εμπλεκόμενος (στο πλαίσιο της εμπλοκής ή της ανάληψης ευθύνης)
    The student concerned in the cheating incident has been reprimanded.