·

empty (EN)
επίθετο, ρήμα, ουσιαστικό

επίθετο “empty”

βασική μορφή empty (more/most)
  1. άδειος
    The room was empty after the guests left the party.
  2. άνευ σημασίας (ή: κενός νοήματος)
    His apologies felt empty after so many repeated mistakes.
  3. (για αγελάδες και πρόβατα) που δεν κυοφορούν κατά μια περίοδο που αναμένεται
    The farmer was concerned about the empty ewes this season.

ρήμα “empty”

απαρέμφατο empty; αυτός empties; αόριστος emptied; μετοχή αορ. emptied; μετοχή ενεστ. emptying
  1. αδειάζω
    I need to empty the trash can because it's starting to overflow.
  2. αδειάζει
    After the sale, the shelves in the store emptied within hours.
  3. καταλήγει (στην περίπτωση ποταμού, ρέματος κλπ.)
    The stream empties into a larger river at the edge of the forest.

ουσιαστικό “empty”

ενικός empty, πληθυντικός empties ή μη μετρήσιμο
  1. κατάσταση άδειας δεξαμενής καυσίμου ή, μεταφορικά, κατάσταση χωρίς καθόλου ενέργεια
    After working double shifts all week, I'm running on empty.