επίθετο “empty”
βασική μορφή empty (more/most)
- άδειος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The room was empty after the guests left the party.
- άνευ σημασίας (ή: κενός νοήματος)
His apologies felt empty after so many repeated mistakes.
- (για αγελάδες και πρόβατα) που δεν κυοφορούν κατά μια περίοδο που αναμένεται
The farmer was concerned about the empty ewes this season.
ρήμα “empty”
απαρέμφατο empty; αυτός empties; αόριστος emptied; μετοχή αορ. emptied; μετοχή ενεστ. emptying
- αδειάζω
I need to empty the trash can because it's starting to overflow.
- αδειάζει
After the sale, the shelves in the store emptied within hours.
- καταλήγει (στην περίπτωση ποταμού, ρέματος κλπ.)
The stream empties into a larger river at the edge of the forest.
ουσιαστικό “empty”
ενικός empty, πληθυντικός empties ή μη μετρήσιμο
- κατάσταση άδειας δεξαμενής καυσίμου ή, μεταφορικά, κατάσταση χωρίς καθόλου ενέργεια
After working double shifts all week, I'm running on empty.