·

cause (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, σύνδεσμος

ουσιαστικό “cause”

ενικός cause, πληθυντικός causes ή μη μετρήσιμο
  1. αιτία
    Neglecting regular maintenance was the cause of the car's engine failure.
  2. αρκετός λόγος
    Seeing the police outside, she panicked, but they assured her there was no cause for concern.
  3. ένα θέμα που στοχεύει στο μεγαλύτερο καλό
    She dedicated her life to the cause of animal rights.

ρήμα “cause”

απαρέμφατο cause; αυτός causes; αόριστος caused; μετοχή αορ. caused; μετοχή ενεστ. causing
  1. προκαλώ
    Eating too much candy caused her stomachache.

σύνδεσμος “cause”

cause, 'cause
  1. γιατί (ένας ανεπίσημος όρος για "because")
    I'm staying in cause it's raining outside.