ουσιαστικό “cause”
ενικός cause, πληθυντικός causes ή μη μετρήσιμο
- αιτία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Neglecting regular maintenance was the cause of the car's engine failure.
- αρκετός λόγος
Seeing the police outside, she panicked, but they assured her there was no cause for concern.
- ένα θέμα που στοχεύει στο μεγαλύτερο καλό
She dedicated her life to the cause of animal rights.
ρήμα “cause”
απαρέμφατο cause; αυτός causes; αόριστος caused; μετοχή αορ. caused; μετοχή ενεστ. causing
- προκαλώ
Eating too much candy caused her stomachache.
σύνδεσμος “cause”
- γιατί (ένας ανεπίσημος όρος για "because")
I'm staying in cause it's raining outside.