·

sporting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
sport (ρήμα)

επίθετο “sporting”

βασική μορφή sporting, μη βαθμ.
  1. αθλητικός
    She bought a magazine that focuses on sporting events.