ουσιαστικό “bosom”
ενικός bosom, πληθυντικός bosoms ή μη μετρήσιμο
- στήθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She leaned the baby against her bosom to soothe him.
- στήθος (του ρούχου)
Her dress had a modest bosom, making it suitable for the formal event.
ρήμα “bosom”
απαρέμφατο bosom; αυτός bosoms; αόριστος bosomed; μετοχή αορ. bosomed; μετοχή ενεστ. bosoming
- αγκαλιάζω
She bosomed the precious locket, keeping it close to her heart under her dress.