·

measurement (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “measurement”

ενικός measurement, πληθυντικός measurements ή μη μετρήσιμο
  1. μέτρηση
    The measurement of temperature is essential in cooking to ensure dishes are prepared correctly.
  2. μέγεθος (που προκύπτει από μέτρηση)
    The tailor took his measurements to make a custom suit.