ουσιαστικό “diligence”
ενικός diligence, πληθυντικός diligences ή μη μετρήσιμο
- επιμέλεια
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She approached her studies with diligence and earned top grades.
- εργατικότητα (η ιδιότητα του να είναι κάποιος επιμελής και λεπτομερής)
His diligence made him the most trusted employee in the company.