·

diligence (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “diligence”

ενικός diligence, πληθυντικός diligences ή μη μετρήσιμο
  1. επιμέλεια
    She approached her studies with diligence and earned top grades.
  2. εργατικότητα (η ιδιότητα του να είναι κάποιος επιμελής και λεπτομερής)
    His diligence made him the most trusted employee in the company.